ρέζους

ρέζους
το, Ν
(ιατρ. -φυσιολ.)
1. αντιγόνο τού συστήματος Ρέζους
2. φρ. «Ρέζους, σύστημα ομάδων αίματος» — σύστημα ταξινομήσεως τού αίματος, ανάλογα με την παρουσία ή απουσία τού αντιγόνου Rh στις κυτταρικές μεμβράνες τών ερυθρών αιμοσφαιρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνές rhezus < rhezus, είδος πιθήκου στο οποίο ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το αντιγόνο ρέζους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • Λαντστάινερ, Καρλ — (Karl Landsteiner, Βιέννη 1868 – Νέα Υόρκη 1943). Αμερικανός γιατρός και πανεπιστημιακός, αυστριακής καταγωγής. Διδάκτορας της ιατρικής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1891), δίδαξε παθολογία την περίοδο 1909 19 και κατόπιν διορίστηκε μέλος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”